service-icon-2

Η Προεκλαμψία είναι μια σοβαρή διαταραχή της κύησης η οποία, αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σοβαρές επιπλοκές για την έγκυο και το έμβρυο. Εμφανίζεται συνήθως μετά την 20η εβδομάδα της εγκυμοσύνης και μπορεί να υφίσταται ακόμα και 4 έως 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό.

Τα βασικά σημεία της προεκλαμψίας είναι:

• Υψηλή Αρτηριακή Πίεση
• Διάχυτα Οιδήματα ιδιαίτερα στα άκρα ή το πρόσωπο.
• Πρωτεϊνουρία (εμφάνιση πρωτεΐνης στα ούρα).

  • Παράγοντες κινδύνου

    Οι παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της προεκλαμψίας είναι οι εξής:
    -Εγκυμοσύνη σε μικρή ηλικία και κυρίως κατά τη διάρκεια της εφηβείας (13-18 χρονών) ή σε ηλικία άνω των 40 ετών.
    -Γυναίκες που μένουν έγκυες για πρώτη φορά.
    -Γυναίκες που πριν μείνουν έγκυες είχαν αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή 2, θρομβοφιλία, ερυθηματώδη λύκο, νεφροπάθεια, ρευματοειδή αρθρίτιδα.
    -Πολύδυμη κύηση.
    -Παχυσαρκία.
    -Σακχαρώδης διαβήτης κυήσεως.

  • Συμπτώματα της Προεκλαμψίας

    -Κανένα σύμπτωμα. Όπως προαναφέρθηκε, τα βασικά σημεία της προεκλαμψίας είναι η αυξημένη αρτηριακή πίεση και η πρωτεϊνουρία, τα οποία όμως μπορεί να μη γίνουν αντιληπτά από την έγκυο.
    -Έντονες και επίμονες κεφαλαλγίες.
    -Διαταραχές της όρασης (προσωρινή απώλεια όρασης, ευαισθησία στο έντονο φως, θολή όραση).
    -Οιδήματα.
    -Απότομη αύξηση βάρους.
    -Ναυτία και εμετοί.
    -Κοιλιακά άλγη συνήθως στο στομάχι και κάτω δεξιά στην περιοχή του ήπατος.
    -Μειωμένη διούρηση.
    -Αίσθημα ζάλης

  • Πιθανές επιπλοκές της Προεκλαμψίας

    Στις επιπλοκές της προεκλαμψίας περιλαμβάνονται:
    -Μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια (μειωμένη αιμάτωση και ανάπτυξη του εμβρύου).
    -Αποκόλληση πλακούντα, με άμεσο κίνδυνο για το έμβρυο.
    -Πρόωρος τοκετός.
    -Εκλαμψία, δηλαδή εμφάνιση σπασμών.
    -Διαταραχές πηκτικότητας.
    -Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, λόγω του συνδυασμού αυξημένης αρτηριακής πίεσης και των διαταραχών πηκτικότητας.

Ο λόγος που κάνει την Προεκλαμψία μια ύπουλη ασθένεια της εγκυμοσύνης, που μπορεί να μη γίνει αντιληπτή, είναι ότι πολλά από τα συμπτώματά της μπορεί να εμφανιστούν και σε φυσιολογικές εγκυμοσύνες.
Συνεπώς, η έγκυος θα πρέπει να έχει τακτική παρακολούθηση από το γυναικολόγο της με στόχο τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και την παρακολούθηση του εμβρύου με υπερηχογραφικό έλεγχο (ανάπτυξη και αιμάτωση), όπως επίσης τον έλεγχο του βάρους της και τη διενέργεια των βασικών εργαστηριακών εξετάσεων αίματος και ούρων.

Η έγκαιρη διάγνωση προλαμβάνει την εξέλιξη της νόσου, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις επιπλοκές τόσο για την έγκυο, όσο και για το έμβρυο!